συγκεφαλαίωσις
καλῶς γέ μου τὸν υἱὸν ὦ Στιλβωνίδη εὑρὼν ἀπιόντ' ἀπὸ γυμνασίου λελουμένον οὐκ ἔκυσας, οὐ προσεῖπας, οὐ προσηγάγου, οὐκ ὠρχιπέδισας, ὢν ἐμοὶ πατρικὸς φίλος → Ah! Is this well done, Stilbonides? You met my son coming from the bath after the gymnasium and you neither spoke to him, nor kissed him, nor took him with you, nor ever once felt his balls. Would anyone call you an old friend of mine?
English (LSJ)
εως, ἡ, A summing up, summary, Pl.Def.415b, Plb.9.32.6; τῶν εἰρημένων Phld.Rh.1.79 S.; σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου S.E.M.7.224; sum of numbers, Nicom.Ar.1.8, cf. Gal.18(2).652; entry in a register, PLond.2.259.56 (i A.D.), etc.
German (Pape)
[Seite 967] ἡ, das Zusammenzählen, Zusammenfassen, unter einer allgemeinen Übersicht, λόγου, Plat. defin. 415 c, u. Sp., wie Pol. 9, 32, 6.
Greek (Liddell-Scott)
συγκεφᾰλαίωσις: ἡ, τὸ συγκεφαλαιοῦν, ἀνακεφαλαίωσις, περίληψις, Πλάτ. Ὅροι 415B, Πολύβ. 9. 32, 6· σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου Σέξτ. Ἐμπ. π. M. 7. 244.
Russian (Dvoretsky)
συγκεφᾰλαίωσις: εως ἡ подведение итога, сводка: ἡ σ. τῶν ὑπαρχόντων δικαίων Polyb. кодификация действующих законов; ἡ σ. τῶν ἐπὶ μέρους εἰς τὸ καθόλου Sext. сведение частного к общему.
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συγκεφαλαίωσις -εως, ἡ [συγκεφαλαιόω] samenvatting, recapitulatie.