συμπεπλεγμένως

From LSJ
Revision as of 23:43, 11 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συμπεπλεγμένως Medium diacritics: συμπεπλεγμένως Low diacritics: συμπεπλεγμένως Capitals: ΣΥΜΠΕΠΛΕΓΜΕΝΩΣ
Transliteration A: sympeplegménōs Transliteration B: sympeplegmenōs Transliteration C: sympeplegmenos Beta Code: sumpeplegme/nws

English (LSJ)

Adv., (συμπλέκω)    A complicatedly, Gal.19.489: c. dat., in conjunction with, Hermog.Stat.4.

German (Pape)

[Seite 986] adv. part. pert. pass. von συμπλέκω, verwickelt, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συμπεπλεγμένως: Ἐπίρρ. μετοχ. παθ. πρκμ., κατὰ συμπεπλεγμένον τρόπον, περιπλόκως, Γαλην. 19. 489, Ἀθανάσ.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.

Greek Monolingual

ΝΑ
επίρρ. κατά τρόπο περίπλοκο
νεοελλ.
με αλληλεξάρτηση
αρχ.
σε σύνδεση με κάτι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παθ. παρακμ. συμπεπλεγμένος του συμπλέκω.