συμπεριστέλλω
From LSJ
Ἑκὼν σεαυτὸν τῇ Κλωθοῖ συνεπιδίδου παρέχων συννῆσαι οἷστισί ποτε πράγμασι βούλεται. Πᾶν ἐφήμερον, καὶ τὸ μνημονεῦον καὶ τὸ μνημονευόμενον → Be willing to give yourself up to Clotho, letting her spin to whatever ends she pleases. All is ephemeral—both memory and the object of memory (Marcus Aurelius 4.34f.)
English (LSJ)
A help in cloaking, ἁμαρτίας Plb.10.22.9.
German (Pape)
[Seite 986] mit od. zugleich bekleiden, verdecken, τὰς ἁμαρτίας Pol. 10, 25, 9.
Greek (Liddell-Scott)
συμπεριστέλλω: περιστέλλω, περικαλύπτω ὁμοῦ, συμπεριστέλλοντας ἁμαρτίας Πολύβ. 10. 25, 9.
Greek Monolingual
Α περιστέλλω
συγκαλύπτω («συμπεριστέλλοντες τὰς ἁμαρτίας», Πολ.).
Russian (Dvoretsky)
συμπεριστέλλω: помогать скрыть (τὰς ἁμαρτίας Polyb.).