συναριστάω
Ὁ κόσμος σκηνή, ὁ βίος πάροδος· ἦλθες, εἶδες, ἀπῆλθες → The world is a stage, life is your entrance: you came, you saw, you departed (Democritus fr. 115 D-K)
English (LSJ)
A take breakfast or luncheon with, τοῖς ἥρωσιν Ar.Av. 1486, cf. Aeschin.1.43, Alex.47, Luc.Asin.50: abs., Phld.Lib.p.56 O.: Συναριστῶσαι, name of a play by Menander.
Greek (Liddell-Scott)
συνᾱριστάω: ἀριστῶ, προγευματίζω ἢ γευματίζω ὁμοῦ μετά τινος, τινι Ἀριστοφ. Ὄρν. 1486, Αἰσχίν. 7. 1· συναριστᾶν τισι… προχείρως Ἄλεξις ἐν «Φιλεταίρῳ» 2, Λουκ. Ὄν. 50· ― Συναριστῶσαι, ὄνομα κωμῳδίας τινὸς τοῦ Μενάνδρου.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
dîner avec.
Étymologie: σύν, ἀριστάω.
Greek Monotonic
συνᾱριστάω: μέλ. -ήσω, παίρνω πρωινό ή γευματίζω μαζί με, τινί, σε Αριστοφ., Αισχίν.
Russian (Dvoretsky)
συνᾱριστάω: вместе завтракать (τινι Arph. и μετά τινος Aeschin., Luc.).
Dutch (Woordenboekgrieks.nl)
συνᾱριστάω [σύν, ἄριστον] samen (met...) ontbijten, met dat.
Middle Liddell
fut. ήσω
to take breakfast or luncheon with, τινί Ar., Aeschin.