συνεπιφύομαι
From LSJ
κείνους δὲ κλαίω ξυμφορᾷ κεχρημένους (Euripides' Medea 347) → I weep for those who have suffered disaster
English (LSJ)
A to be attached together with, Gal.2.446, 18(2).975.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιφύομαι
μσν.
μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση
αρχ.
είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.
Greek Monolingual
ΜΑ ἐπιφύομαι
μσν.
μτφ. επιτίθεμαι στους εχθρούς, ασκώ πίεση
αρχ.
είμαι προσκολλημένος σε κάτι μαζί με κάτι άλλο.