συνεπιστενάζω
From LSJ
τῶν δ᾽ ὀρθουμένων σῴζει τὰ πολλὰ σώμαθ᾽ ἡ πειθαρχία → But of those who make it through, following orders is what saves most of their lives (Sophocles, Antigone 675f.)
English (LSJ)
A groan at or over together, Epict.Ench.16; ταῖς ἀλγηδόσιν Diog.Oen. 61.
Greek (Liddell-Scott)
συνεπιστενάζω: ἐπιστενάζω ὁμοῦ, στενάζω ἐπί τινι ὁμοῦ, μὴ ὄκνει καὶ συνεπιστενάξαι Ἐπικτ. Ἐγχειρ. 16.
Greek Monolingual
Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.
Greek Monolingual
Α ἐπιστενάζω
στενάζω για κάτι μαζί με άλλον.