συνοικοδεσποτία

From LSJ
Revision as of 08:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Εὐφήμει, ὦ ἄνθρωπε· ἁσμενέστατα μέντοι αὐτὸ ἀπέφυγον, ὥσπερ λυττῶντά τινα καὶ ἄγριον δεσπότην ἀποδράς → Hush, man, most gladly have I escaped this thing you talk of, as if I had run away from a raging and savage beast of a master

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνοικοδεσποτία Medium diacritics: συνοικοδεσποτία Low diacritics: συνοικοδεσποτία Capitals: ΣΥΝΟΙΚΟΔΕΣΠΟΤΙΑ
Transliteration A: synoikodespotía Transliteration B: synoikodespotia Transliteration C: synoikodespotia Beta Code: sunoikodespoti/a

English (LSJ)

ἡ,    A joint predominance, Ptol.Tetr.39, Vett.Val.164.28.

Greek Monolingual

ἡ, Α συνοικοδεσπότης
(αοτρολ.) (για πλανήτη) η μαζί με άλλον πλανήτη κατοχή του ίδιου οίκου, της ίδιας θέσης του ζωδιακού κύκλου.