σφηνίσκος

From LSJ
Revision as of 17:05, 14 July 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<b class="b2">([\w]+)-([\w]+ [\w]+)<\/b>" to "$1-$2")

αὔριον ὔμμε‎ πάσας ἐγὼ λουσῶ Συβαρίτιδος ἔνδοθι λίμνας‎ → tomorrow I'll wash you one and all in Sybaris lake

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: σφηνίσκος Medium diacritics: σφηνίσκος Low diacritics: σφηνίσκος Capitals: ΣΦΗΝΙΣΚΟΣ
Transliteration A: sphēnískos Transliteration B: sphēniskos Transliteration C: sfiniskos Beta Code: sfhni/skos

English (LSJ)

ὁ, Dim. of σφήν, Hp.Mochl.38, prob. in Sch.Hes. Op.425.    II wedge-shaped plug, pledget for the nose, Paul.Aeg. 2.58.    III Math., an irregular truncated pyramid, with v.l. σφηκίσκος, Hero *Deff.114, cf. *Stereom.1.25: cf. βωμίσκος.    2 a number with 3 unequal factors, Anon. in Tht.43.14, Nicom.Ar.2.6.    IV wedge-shaped ornament on shoe, Herod.7.22 (prob. rest.).

Greek (Liddell-Scott)

σφηνίσκος: ὁ ὑποκορ. τοῦ σφήν, Ἱππ. Μοχλ. 863, Μοσχόπ. καὶ Πρόδρ. εἰς Ἡσ. Ἔργ. κ. Ἡμ. 421 (425). ΙΙ. ἐπίδεσμός τις σφηνοειδὴς τὸ σχῆμα, Παῦλ. Αἰγ. ΙΙ. μαθηματικόν τι στερεὸν ἔχον τὰς τρεῖς διαστάσεις ἀνίσους, μετὰ διαφ. γραφ. σφηκίσκος, Ἥρων καὶ Νικομ. Ἀρ.

Greek Monolingual

ο, ΝΜΑ
νεοελλ.
ζωολ. γένος πιγκουίνων της τάξης απτηνοδυτόμορφα
μσν.-αρχ.
υποκορ. του σφήν
αρχ.
1. επίδεσμος με σφηνοειδές σχήμα («και ξύσαντες τὸ ὀστέον, σφηνίσκον ἐκ ῥάκους ἐμβαλοῡμεν τοῑς τραύμασι», Παύλ. Αιγ.)
2. σφηνοειδές κόσμημα του υποδήματος
3. μαθημ. α) ακανόνιστη κόλουρη πυραμίδα
β) στερεό που έχει τρεις άνισες διαστάσεις.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σφήν, -ηνός «σφήνα» + υποκορ. κατάλ. -ίσκος (πρβλ. τροχ-ίσκος). Η λ. με τη νεοελλ. της σημ. είναι αντιδάνεια (πρβλ. αγλλ. spheniscus)].

Dutch (Woordenboekgrieks.nl)

σφηνίσκος -ου, ὁ, demin. van σφήν kleine wig.