σχαστήριον
From LSJ
ὥσπερ λίθοι τε καὶ πλίνθοι καὶ ξύλα καὶ κέραμος, ἀτάκτως μὲν ἐρριμμένα οὐδὲν χρήσιμά ἐστιν → just as stones and bricks, woodwork and tiles, tumbled together in a heap are of no use at all (Xenophon, Memorabilia 3.1.7)
English (LSJ)
τό, A lancet, Hippiatr.24.
German (Pape)
[Seite 1053] τό, ein Werkzeug der Wundärzte zum Ritzen, Aderlassen, eine Lanzette, Medic.
Greek (Liddell-Scott)
σχαστήριον: τό, (σχάζω) μαχαιρίδιον χειρουργικόν, νυστέριον, Ἱππιατρ.