τρίκλωνος
From LSJ
τραχὺς ἐντεῦθεν μελάμπυγός τε τοῖς ἐχθροῖς ἅπασιν → he is a tough black-arse towards his enemies, he is a veritable Heracles towards his enemies
English (LSJ)
ον, A with or of three shoots, Sch.Theoc.3.29.
German (Pape)
[Seite 1143] mit, von drei Schossen, Schol. Theocr. 3, 29.
Greek (Liddell-Scott)
τρίκλωνος: -ον, ὁ ἔχων τρεῖς κλῶνας, τὸ τηλέφιλον κάτωθεν ἀναβαίνει τρίκλωνον Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 3. 29.
Greek Monolingual
-η, -ο / τρίκλωνος, -ον, ΝΜΑ
αυτός που έχει τρεις κλώνους, τρεις κλάδους
νεοελλ.
1. (για νήματα) αυτός που έχει τρεις κλωστές
2. (για καλώδια ή σύρματα) αυτός που έχει τρία έμβολα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τρι- + κλῶνος «κλάδος, κλωνάρι, κλωστή»].