τῆτος

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt

Menander, Monostichoi, 134
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: τῆτος Medium diacritics: τῆτος Low diacritics: τήτος Capitals: ΤΗΤΟΣ
Transliteration A: tē̂tos Transliteration B: tētos Transliteration C: titos Beta Code: th=tos

English (LSJ)

εος, τό,    A = τήτη, only in Hsch. and Phot. (τήτει· σπάνει), unless we read in E.Fr.492, τήτει σοφῶν, for τι εἴ τι: cf. χῆτος.

German (Pape)

[Seite 1109] τό, = τήτη, VLL.

Greek (Liddell-Scott)

τῆτος: -εος, τό, = τήτη, μόνον παρ’ Ἡσύχ. καὶ Φωτ. (τήτει· σπάνει), ἐκτὸς ἂν ἀναγνώσκωμεν ἐν Εὐρ. Ἀποσπ. 495, τήτει σοφῶν, ἀντὶ (οἵτινες) τι εἴ τι σοφῶν, πρβλ. χῆτος.

French (Bailly abrégé)

ion. -εος, att. -ους (τό) :
manque, privation, besoin.
Étymologie: DELG -.

Greek Monolingual

-ους, και -εος, τὸ, Α
η τήτη..
[ΕΤΥΜΟΛ. Άλλος τ. του τήτη, κατά τα σιγμόληκτα ουδ. σε -ος].

Russian (Dvoretsky)

τῆτος: εος τό недостаток, отсутствие Eur.