φαωτός

From LSJ
Revision as of 09:30, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τῶν δ᾿ ἄλλων τῶν νοσηματικῶν ἧττον μετέχουσιν αἱ γυναῖκες → apart from this one, women are less troubled by maladies

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φαωτός Medium diacritics: φαωτός Low diacritics: φαωτός Capitals: ΦΑΩΤΟΣ
Transliteration A: phaōtós Transliteration B: phaōtos Transliteration C: faotos Beta Code: fawto/s

English (LSJ)

ά, όν,    A = φαιός, χλαῖνα Schwyzer 323 C24 (Delph., iv B.C.).

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α
λευκόφαιος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ο τ. έχει πιθ. προέλθει από το επίθ. φαιός μέσω ενός αμάρτυρου ρ. φαιῶ / -όω (πρβλ. ὑπο-φαιῶ) με υφαίρεση του -ι- (φαωτός αντί φαιωτός) προς αποφυγή της χασμωδίας].