φθόριμος

From LSJ
Revision as of 09:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Δρυὸς πεσούσης πᾶς ἀνὴρ ξυλεύεται → Quercu cadente, nemo ignatu abstinet → Fiel erst die Eiche, holt ein jeder Mann sich Holz

Menander, Monostichoi, 123
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φθόρῐμος Medium diacritics: φθόριμος Low diacritics: φθόριμος Capitals: ΦΘΟΡΙΜΟΣ
Transliteration A: phthórimos Transliteration B: phthorimos Transliteration C: fthorimos Beta Code: fqo/rimos

English (LSJ)

η, ον,    A destructive, Man.2.346.    II perishable, τὸ φ. τῶν σωμάτων Herm. ap. Stob.1.49.44.

German (Pape)

[Seite 1273] 1) akt., verderblich, Maneth. 2, 346. – 2) neutr., vergänglich, Stob. ecl. phys. p. 980.

Greek (Liddell-Scott)

φθόρῐμος: -η, -ον, καταστρεπτικός, φθόριμος ὑγρῶν Μανέθων 2. 346. ΙΙ. φθαρτός, δυνάμενος νὰ καταστραφῇ, Στοβ. Ἐκκλ. 1. 980.

Greek Monolingual

-ίμη, -ον, Α
1. ολέθριος, καταστρεπτικός
2. αυτός που υπόκειται σε φθορά, φθαρτός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φθοράφθόρος) + κατάλ. -ιμος (πρβλ. νόστ-ιμος)].