φυγαρσενία

From LSJ
Revision as of 10:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

γελᾷ δ' ὁ μωρός, κἄν τι μὴ γέλοιον ᾖ → the fool laughs even when there's nothing to laugh at

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: φῠγαρσενία Medium diacritics: φυγαρσενία Low diacritics: φυγαρσενία Capitals: ΦΥΓΑΡΣΕΝΙΑ
Transliteration A: phygarsenía Transliteration B: phygarsenia Transliteration C: fygarsenia Beta Code: fugarseni/a

English (LSJ)

poet. φυγαρσενίη, ἡ,    A shunning of men, Man.4.64.

German (Pape)

[Seite 1312] ἡ, die Männerscheu, Maneth. 4, 64.

Greek (Liddell-Scott)

φῡγαρσενία: ἡ, τὸ ἀποφεύγειν τοὺς ἄρσενας, τοὺς ἄνδρας, Μανέθων 4. 64.

Greek Monolingual

και ιων. τ. φυγαρσενίη, ἡ, Α
το να αποφεύγει κανείς τους άνδρες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < θ. φυγ- του αορ. -φυγ-ον του ρ. φεύγω + ἄρσην, -ενος «αρσενικός»].