χρόμη
From LSJ
Δεῖ τοὺς μὲν εἶναι δυστυχεῖς, τοὺς δ' εὐτυχεῖς → Aliis necesse est bene sit, aliis sit male → Die einen trifft das Unglück, andere das Glück
English (LSJ)
ἡ, and χρόμος, ὁ, = foreg.: also A the neighing of horses, Hsch.
German (Pape)
[Seite 1377] ἡ, und χρόμος, ὁ, = Vorigem; auch das Wiehern der Pferde, Hesych.
Greek (Liddell-Scott)
χρόμη: ἡ, «φρυαγμός˙ ὁρμή, θράσος» Ἡσύχ.
Greek Monolingual
ἡ, Α
1. χρόμαδος
2. (κατά τον Ησύχ.) χρεμετισμός.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. ανάγεται στην ετεροιωμένη βαθμίδα χρομ- της ρίζας του ρ. χρεμετίζω].