ψεκτικός

From LSJ
Revision as of 10:50, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἐνίοτε οἱ οἰκέται εἰς τὴν θάλασσαν ἐλαύνουσιν αὐτούς → sometimes the slaves ride them into the sea

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ψεκτικός Medium diacritics: ψεκτικός Low diacritics: ψεκτικός Capitals: ΨΕΚΤΙΚΟΣ
Transliteration A: psektikós Transliteration B: psektikos Transliteration C: psektikos Beta Code: yektiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A censorious, Arist.Rh.Al.1421b9, Poll.5.117; τὸ-κόν Stoic.2.62. Adv. -κῶς Poll.5.118.

German (Pape)

[Seite 1392] zum Tadeln gehörig, geneigt, tadelsüchtig, εἶδος λόγων Anaxim. rhet. 1; auch adv. ψεκτικῶς, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ψεκτικός: -ή, -όν, ὁ ἀγαπῶν νὰ ψέγῃ, μεμπτικός, φιλοκατήγορος, Ἀριστ. Ρητ. πρὸς Ἀλεξ. 4. 1, Πολυδ. Ε΄, 118. - Ἐπίρρ. -κῶς, Πολυδ. αὐτόθι.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ψεκτικός, -ή -όν, ΝΑ ψέκτης
1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ψέκτη ή στον ψόγο, επικριτικός
2. (για πρόσ.) φιλοκατήγορος.
επίρρ...
ψεκτικῶς Α
με επικριτικό τρόπο.

Russian (Dvoretsky)

ψεκτικός: ψέγω порицательный, хулительский (εἶδος λόγων Arst.).