ψευδάνωρ
From LSJ
Menander, Monostichoi, 501
English (LSJ)
[ᾱ], ορος, ὁ, A sham man, epith. of Dionysus, Polyaen. 4.1.
German (Pape)
[Seite 1393] ορος, der unächte Mann, der fälschlich für einen Mann Gehaltene, ohne es zu sein, Διόνυσος Polyaen. 4, 18, 1.
Greek (Liddell-Scott)
ψευδάνωρ: [ᾰ], -ορος, ὁ ψευδὴς ἀνὴρ, ὁ Βάκχος, ἴδε Πολύαινον 4. 1.
Greek Monolingual
-ορος, ὁ, Α
(ως προσωνυμία του Διονύσου) αυτός που θεωρείται άνδρας χωρίς να είναι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ψευδ(ο)- + -άνωρ (< ἀνήρ), πρβλ. πολυ-άνωρ].