ἀερσιπότης
ὅτι μέντοι καὶ ἡ χρῆσις τῶν τρόπων, ὥσπερ τἆλλα πάντα καλὰ ἐν λόγοις, προαγωγὸν ἀεὶ πρὸς τὸ ἄμετρον, δῆλον ἤδη, κἂν ἐγὼ μὴ λέγω → however, it is also obvious, even without my saying so, that the use of figures of speech, like other literary adornments, is something that has always tempted toward excess
English (LSJ)
ου, ὁ, (ποτάομαἰ A high-soaring, Hes.Sc.316, AP5.298 (Agath.).
German (Pape)
[Seite 43] hochfliegend, κύκνοι Hes. Sc. 316; von Menschen, Agath. 22 (V, 299).
Greek (Liddell-Scott)
ἀερσῐπότης: -ου, ὁ, (ποτάομαι) ὁ ὑψηλὰ πετῶν, Ἡσ. Ἀποσ. 316, Ἀνθ. Π. 5. 299.
French (Bailly abrégé)
adj. m.
qui vole haut.
Étymologie: ἀείρω, ποτάομαι.
Spanish (DGE)
(ἀερσῐπότης) -ου
que vuela alto κύκνοι Hes.Sc.316, cf. Stesich. en POxy.3876.35.2, AP 5.299 (Agath.), Nonn.D.12.97.
Greek Monotonic
ἀερσῐπότης: -ου, ὁ (ποτάομαι), αυτός που πετά ψηλά, σε Ησίοδ., Ανθ.
Russian (Dvoretsky)
ἀερσιπότης: высоко летающий (κύκνοι Hes.; перен. σοφός Anth.).