ἀκρατοποσία

From LSJ
Revision as of 11:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λάλει τὰ μέτρια, μὴ λάλει δ', ἃ μή σε δεῖModestus sermo, et qualis deceat, sit tuus → Sprich maßvoll, spricht nicht aus, was unanständig ist

Menander, Monostichoi, 328
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀκρᾱτοποσία Medium diacritics: ἀκρατοποσία Low diacritics: ακρατοποσία Capitals: ΑΚΡΑΤΟΠΟΣΙΑ
Transliteration A: akratoposía Transliteration B: akratoposia Transliteration C: akratoposia Beta Code: a)kratoposi/a

English (LSJ)

Ion. ἀκρητοποσίη, ἡ,    A drinking of neat wine, Hdt. 6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.1, Plu.Alex.70.

Greek (Liddell-Scott)

ἀκρᾱτοποσία: Ἰων. ἀκρητοποσία, ἡ, ἡ πόσις ἀκράτου οἴνου, Ἡρόδ. 6. 84, Ἱππ. Ἀφ. 1257.

French (Bailly abrégé)

ας (ἡ) :
action de boire du vin pur.
Étymologie: ἀκρατοπότης.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ

• Alolema(s): jón. ἀκρητοπσίη
acción de beber vino puro Hdt.6.84, Hp.Aph.6.31, Satyr.Fr.Hist.1, Plb.8.9.4, Plu.Alex.70.

Greek Monolingual

(I)
ἀκρατοποσία, η (Α) ἀκρατοπότης Ι]
το να πίνει κανείς άκρατο, ανόθευτο κρασί.
(II)
η [[[ακρατοπότης]] ΙΙ]
ασυγκράτητη, υπερβολική οινοποσία.

Greek Monotonic

ἀκρᾱτοποσία: Ιων. ἀκρητοποσίη, , η πόση καθαρού, άκρατου κρασιού, σε Ηρόδ.

Russian (Dvoretsky)

ἀκρᾱτοποσία: ион. ἀκρᾱτοποσίη ἡ питье чистого (неразбавленного) вина Her., Plut.

Middle Liddell

[from ἀκρατοπότης
a drinking of sheer wine, Hdt.