ἀκώνητος
Έγ', ὦ ταλαίπωρ', αὐτὸς ὧν χρείᾳ πάρει. Τὰ πολλὰ γάρ τοι ῥήματ' ἢ τέρψαντά τι, ἢ δυσχεράναντ', ἢ κατοικτίσαντά πως, παρέσχε φωνὴν τοῖς ἀφωνήτοις τινά –> Wretched brother, tell him what you need. A multitude of words can be pleasurable, burdensome, or they can arouse pity somehow — they give a kind of voice to the voiceless.
English (LSJ)
ον, A unpitched, Dsc.1.7. ἄκωνος, ον, without conical top, πιλος J.AJ3.7.3. ἀκώπητος, ον, not having oars : unequipt, AB373, Hsch. ἄκωπος, ον, without oars, AP9.88 (Phil.).
Spanish (DGE)
-ον
• Alolema(s): dór. -ατος ICr.1.17.2a.8 (Lebena II a.C.)
no recubierto de pez, no embreado κεράμιον PCair.Zen.743.3 (III a.C.), σκεῦα κεράμινα ICr.l.c., ἀγγεῖον Dsc.1.7.4, v. tb. ἀχώνευτος.
Greek Monolingual
ἀκώνητος, -ον (Α)
αυτός που δεν είναι αλειμμένος με πίσσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κωνῶ (-άω) «καλύπτω με πίσσα»].