ἀλεία

From LSJ
Revision as of 11:44, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

σιγή ποτ' ἐστὶν αἱρετωτέρα λόγου → sometimes silence is preferable to words (Menander)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀλεία Medium diacritics: ἀλεία Low diacritics: αλεία Capitals: ΑΛΕΙΑ
Transliteration A: aleía Transliteration B: aleia Transliteration C: aleia Beta Code: a)lei/a

English (LSJ)

ἡ, (ἄλη)    A wandering about, AB376, Hsch.

German (Pape)

[Seite 91] ἡ, das Umherirren, VLL.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
viaje, paseo, caminata Hsch. < ἀλεία ἁλεία > ἀλεία
v. ἀλείατα.

Greek Monolingual

ἁλεία, η (Α)
η αλιεία.
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλληλος τ. της λ. ἁλιεία, πρβλ. και το σχήμα ὑγιεία-ὑγεία.
ΠΑΡ. νεοελλ. αλειά].

Greek Monolingual

η ἁλεία
η συγκομιδή από το ψάρεμα, τα αλιευμένα ψάρια, η ψαριά.