ἀμεταπτωσία

From LSJ
Revision as of 12:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Λιμὸς μέγιστον ἄλγος ἀνθρώποις ἔφυ → Inter dolores maximum humanos fames → Der Hunger ist den Menschen allergrößter Schmerz

Menander, Monostichoi, 320
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀμεταπτωσία Medium diacritics: ἀμεταπτωσία Low diacritics: αμεταπτωσία Capitals: ΑΜΕΤΑΠΤΩΣΙΑ
Transliteration A: ametaptōsía Transliteration B: ametaptōsia Transliteration C: ametaptosia Beta Code: a)metaptwsi/a

English (LSJ)

ἡ,    A unchangeableness, Arr.Epict.3.2.8, Hierocl.p.48.7A.

German (Pape)

[Seite 122] ἡ, Unwandelbarkeit, Hierocl.

Greek (Liddell-Scott)

ἀμεταπτωσία: ἡ, = τὸ ἀμετάβλητον, ἡ σταθερότης τοῦ ἀμεταπτώτου, Ἀρρ. Ἐπίκτ. 3. 2, 8, Ἱεροκλ.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
firmeza de ánimo, Arr.Epict.3.2.9, Hierocl.p.48.

Greek Monolingual

ἀμεταπτωσία, η (Α) ἀμετάπτωτος
το να είναι κάτι αμετάπτωτο, η σταθερότητα.