ἀναπνοϊκός
From LSJ
βωμὸν Ἀριστοτέλης ἱδρύσατο τόνδε Πλάτωνος, ἀνδρὸς ὃν οὐδ' αἰνεῖν τοῖσι κακοῖσι θέμις → Aristotle had this altar of Plato set up — Plato, a man whom the wicked dare not even mention in praise
English (LSJ)
ή, όν, A affecting respiration, νόσος Ptol.Tetr.87.
Greek Monolingual
ἀναπνοϊκός, -ή, -όν (Α)
ο σχετικός με την αναπνοή, αυτός που επιδρά σ’ αυτήν.