ἀνερείδω
From LSJ
τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)
English (LSJ)
A prop up, rest a thing on, τὸ πρόπσωπον τῇ χειρί dub. in Aristaenet.1.22.
Greek (Liddell-Scott)
ἀνερείδω: ὑποστηρίζω, στηρίζω τι ἐπί τινος, τί τινι, τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί, ἀμφίβολ. παρ’ Ἀρισταιν. 1. 22, ἀντὶ ἐνερείδουσα.
Spanish (DGE)
apoyar τὸ πρόσωπον ἡδέως ἀνερείδουσα τῇ χειρί Aristaenet.1.22.41, cf. Hsch.s.u. ἀναχραύω.