ἀντίρρινον
From LSJ
ἑτέρως ἠδύνατο βέλτιον ἢ ὡς νῦν ἔχει κατεσκευάσθαι → otherwise they could have been constructed better than they are now (Galen, On the use of parts of the body 4.143.1 Kühn)
English (LSJ)
τό, A calf's snout, Antirrhinum Orontium, Thphr.HP 9.19.2 (codd. -ριζον, cf. Hsch.), Dsc.4.130.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντίρρινον: τό, φυτὸν ἄγριον καὶ ἥμερον, ἔχον ἄνθος διχειλές, κοινῶς λυκόστομον, καθότι πιεζόμενον περὶ τὴν βάσιν αὐτοῦ ἀνοίγει ὡς στόμα λύκου· κατὰ τὸν Θεόφρ., Ἱστ. Φ. 9. 19, 2, ὅμοιόν ἐστι τῇ ἀπαρίνῃ· ῥίζα δὲ οὐχ ὕπεστιν· ὁ δὲ καρπὸς ὥσπερ μόσχου ῥίνας ἔχει Διοσκ. 4.1 33, Γαλην. Γλωσσ. σ. 437.
Spanish (DGE)
-ου, τό
bot. dragón, cabeza de dragón, Antirrhinum orontium L. κυνοκεφάλαιον· οἱ δὲ ἀντίρρινον Dsc.4.130, cf. Plin.HN 25.129, Ps.Apul.Herb.86.13, 87.6, Hsch.