ἀντεπιστρέφω
ὦ παῖδες Ἑλλήνων ἴτε ἐλευθεροῦτε πατρίδ', ἐλευθεροῦτε δὲ παῖδας, γυναῖκας, θεῶν τέ πατρῴων ἕδη, θήκας τε προγόνων: νῦν ὑπὲρ πάντων ἀγών. → O children of the Greeks, go, free your homeland, free also your children, your wives, the temples of your fathers' gods, and the tombs of your ancestors: now the struggle is for all things.
English (LSJ)
A turn against, retort, Plu.2.81oe; turn round and back, of a needle, Gal.10.418.
German (Pape)
[Seite 247] dagegen hinwenden, einen Witz u. dgl. gegen den, der ihn gemacht hat, zurückgeben, Plut. reip. ger. praec. 15 (p. 167).
Greek (Liddell-Scott)
ἀντεπιστρέφω: ἐπιστρέφω ὀπίσω, ἐπὶ λοιδοριῶν, Πλούτ. 2. 810Ε.
Spanish (DGE)
1 volverse contra αἱ δ' ἀντεπιστρέφουσαι (sc. ἀπαντήσεις) las (réplicas) que se vuelven contra (el orador), Plu.2.810e.
2 tr. hacer volver τὴν βελόνην ἔξωθεν εἴσω Gal.10.418.
Greek Monolingual
(Α ἀντεπιστρέφω)
νεοελλ.
επιστρέφω πάλι κάτι που μου επέστρεψαν
αρχ.
1. στρέφω κάτι εναντίον κάποιου
2. στριφογυρίζω (για την κίνηση της βελόνας).
Russian (Dvoretsky)
ἀντεπιστρέφω: поворачивать в обратную сторону Plut.