ἀντιμεταβάλλω
English (LSJ)
A meet one change with another, Hp.Acut.26.
German (Pape)
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιμεταβάλλω: πρὸς μίαν μεταβολὴν ἀντιτάσσω ἑτέραν, ἀμοιβαίως μεταβάλλω, Ἱππ. π. Ὀξ. 388, Σχόλ. εἰς Θεόκρ. 8. 93.
Spanish (DGE)
1 tr. contrarrestar con otro cambio μέγα τι Hp.Acut.26
•cambiar en v. pas. εἰ μὴ ἀντιμεταβέβληται τὸ ἔργον τῆς εἰρήνης Iul.Pap. en Ath.Al.Apol.Sec.30.4.
2 intr. transformarse ὑπὸ ἀνθρώπων ἐσθιόμενα ἀντιμεταβάλλει καὶ γίνεται ἀνθρώπων ... σώματα Origenes M.12.1092C.
Greek Monolingual
ἀντιμεταβάλλω (AM)
1. αντιτάσσω μία μεταβολή σε μία άλλη, κάνω συνεχείς μεταβολές
2. μεταβάλλω τελείως, αντιστρέφω.