αντιστρέφω

From LSJ

Οὐκ ἔστι σιγᾶν αἰσχρόν, ἀλλ' εἰκῆ λαλεῖν → Silere non est turpe, sed frustra loqui → nicht Schweigen schändet, sondern Schwätzen auf gut Glück

Menander, Monostichoi, 417

Greek Monolingual

ἀντιστρέφω)
αλλάζω διεύθυνση, διάταξη ή σχέση σε κάτι
αρχ.
1. στρέφω κάτι προς το αντίθετο μέρος
2. στρέφομαι προς άλλη κατεύθυνση, κάνω μεταβολή
3. στρέφω το επιχείρημα κάποιου εναντίον του
4. (για όρους συλλογισμού) αλλάζω θέση
5. αρμόζω αντίστροφα προς ένα σκοπό ή προς άλλον
6. (-ομαι) αντίκειμαι, βρίσκομαι σε αμοιβαία αντίθεση με κάτι.