ἀπειρολογία

From LSJ
Revision as of 14:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τά δέ ἄνευ συμπλοκῆς, οἷον ἄνθρωπος, βοῦς, τρέχει, νικᾷ → and the simple forms of speech, for example: 'man', 'ox', 'runs', 'wins'

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπειρολογία Medium diacritics: ἀπειρολογία Low diacritics: απειρολογία Capitals: ΑΠΕΙΡΟΛΟΓΙΑ
Transliteration A: apeirología Transliteration B: apeirologia Transliteration C: apeirologia Beta Code: a)peirologi/a

English (LSJ)

ἡ, (λόγος)    A interminable argument, S.E. P.2.151(pl.), prob. l. in Phld.Rh.1.7S.

German (Pape)

[Seite 285] ἡ, unbegrenzte Geschwätzigkeit, Sext. Emp.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπειρολογία: ἡ, (λόγος) ἀπεραντολογία, ὑπερβολική πολυλογία, Σεξτ. Ἐμπ. Π. 2. 151· ἀλλ’ ἀπειρόλογος, ον, ὁ μὴ πεπειραμένος εἰς τὸ λέγειν, μὴ ἐξησκημένος εἰς τὴν χρῆσιν λέξεων. Ἐπιφαν. Ὁμιλ. ἐν ἑορ. Βαΐων σ. 256, Εὐλόγ. 2921Α.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ discusión interminable S.E.P.2.151.

Russian (Dvoretsky)

ἀπειρολογία: ἡ бесконечная болтливость Sext.