ἀπόρνυμαι

From LSJ
Revision as of 15:20, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

καὶ κεραμεὺς κεραμεῖ κοτέει καὶ τέκτονι τέκτων, καὶ πτωχὸς πτωχῷ φθονέει καὶ ἀοιδὸς ἀοιδῷ → and potter is ill-disposed to potter, and carpenter to carpenter, and the beggar is envious of the beggar, the singer of the singer

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀπόρνῠμαι Medium diacritics: ἀπόρνυμαι Low diacritics: απόρνυμαι Capitals: ΑΠΟΡΝΥΜΑΙ
Transliteration A: apórnymai Transliteration B: apornymai Transliteration C: apornymai Beta Code: a)po/rnumai

English (LSJ)

   A start from a place, ἀπορνύμενον Λυκίηθεν Il.5.105, cf. Hes.Th.9, A.R.1.800.

German (Pape)

[Seite 322] (s. ὄρνυμι), von einem Orte aus aufbrechen, Λυκίηθεν Il. 5, 105; ἔνθεν Hes. Th. 9; sp. D., Ap. Rh. 1, 800; Col. 6.

Greek (Liddell-Scott)

ἀπόρνῠμαι: παθ. ἀφορμῶ, «ξεκινῶ» ἀπό τινος τόπου, ἀπορνύμενος Λυκίηθεν Ἰλ. Ε. 105, πρβλ. Ἡσ. Θ. 9, Ἀπολλ. Ρόδ. Α. 800.

French (Bailly abrégé)

seul. prés.
s’élancer, partir de.
Étymologie: ἀπό, ὄρνυμαι.

English (Autenrieth)

(ὄρνῦμι): set out from; Λυκιηθεν, Il. 5.105†.

Spanish (DGE)

(ἀπόρνῠμαι)
partir, lanzarse desde Λυκίηθεν Il.5.105, ἔνθεν (Ἑλικῶνος) Hes.Th.9, Λήμνου A.R.1.800, Πιερίηθεν Epic.Alex.Adesp.SHell.938.4, ποταμοῖο Colluth.6.

Greek Monolingual

ἀπόρνυμαι (Α) όρνυμαι
1. σηκώνομαι και φεύγω
2. ξεκινώ από κάποιο μέρος.

Greek Monotonic

ἀπόρνῠμαι: Παθ., ξεκινώ, αφορμώ από έναν τόπο, Λυκίηθεν, σε Ομήρ. Ιλ.

Russian (Dvoretsky)

ἀπόρνῠμαι: двигаться, отправляться, выступать (Λυκίηθεν Hom.; ἔνθεν Hes.).