ἀσυνάντητος
From LSJ
ἀναβάντα γὰρ εἰς τὴν ἀκρόπολιν, καὶ διὰ τὴν ὑπερβολὴν τῆς λύπης προσκόψαντα τῷ ζῆν, ἑαυτὸν κατακρημνίσαι → for he ascended the acropolis and then, because he was disgusted with life by reason of his excessive grief, cast himself down the height
English (LSJ)
ον, A not to be met, unsocial, Hsch. s.v. ἀξύμβλητον.
Greek (Liddell-Scott)
ἀσυνάντητος: -ον, ὃν δὲν δύναταί τις νὰ συναντήσῃ, ἀκοινώνητος, Ἡσύχ. ἐν λέξει ἀξύμβλητον.
Spanish (DGE)
-ον que no admite trato Hsch.s.u. ἀξύμβλητον.
Greek Monolingual
και ασυναπάντητος, -η, -ο
εκείνος τον οποίο δεν συναντά κανείς.