ἀφέσιμος
Εὔτολμος εἶναι κρῖνε, τολμηρὸς δὲ μή → Audentiam tibi sume, non audaciam → Entschlossen zeige Mut, doch nicht Verwegenheit
English (LSJ)
A ἡμέρα holiday, Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50(26).98:— also of persons, released from payment, PTeb.224 (ii B. C.).
German (Pape)
[Seite 409] entlassen, befreit, Aristid. u. a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἀφέσῐμος: ἡμέρα, ἑορτή, Ἀριστ. Ἀποσπ. 395, Ἀριστείδ. 1. 344.
Spanish (DGE)
-ον
1 de licencia ἀ. ἡμέρα día de vacación, festivo Arist.Ath.43.3, Aristid.Or.50.98
•subst. τῷ ἀφεσίμῳ PPalau Rib.inv.172a.13 en Stud.Pap.21.1982 p.78.
2 de pers. exento de pago ἄνδρες ἀφέσιμοι PTeb.224 (II a.C.).
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀφέσιμος, -ον) άφεσις
μσν.- νεοελλ.
(για αμαρτήματα) αυτός που μπορεί να αφεθεί, να συγχωρηθεί
αρχ.
φρ. «ἀφέσιμος ἡμέρα» >
γιορτή, σχόλη.
Russian (Dvoretsky)
ἀφέσῐμος: (ᾰ) свободный, праздничный (ἡμέρα Arst.).