ἁλιρραίστης

From LSJ
Revision as of 16:14, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τἄλλαι ... γυναῖκες ... ἀπήλαἁν τὼς ἄνδρας ἀπὸ τῶν ὑσσάκων → the other women diverted the men from their vaginas

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἁλιρραίστης Medium diacritics: ἁλιρραίστης Low diacritics: αλιρραίστης Capitals: ΑΛΙΡΡΑΙΣΤΗΣ
Transliteration A: halirraístēs Transliteration B: halirraistēs Transliteration C: alirraistis Beta Code: a(lirrai/sths

English (LSJ)

ὁ, (ῥαίω)    A ravening in the sea, δράκων Nic.Th.828.

Greek (Liddell-Scott)

ἁλιρραίστης: ὁ, (ῥαίω) ὁ ὡς μαινόμενος διασχίζων τὴν θάλασσαν ὁ καταστρεπτικός, δράκων, Νικ. Θ. 828.

Spanish (DGE)

-ου, ὁ

• Prosodia: [ᾰ-]
que asola el mar δράκων Nic.Th.828.

Greek Monolingual

ἁλιρραίστης, ο (Α)
αυτός που κάνει καταστροφές μέσα στη θάλασσα.
[ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι- + -ραίστης < ραίω «καταστρέφω, συντρίβω»].