ἄοπτος
From LSJ
English (LSJ)
ον, A unseen, Antipho Soph.4.
German (Pape)
[Seite 272] ungesehen, Antiph. bei Harpocr.
Greek (Liddell-Scott)
ἄοπτος: -ον, (*ὄπτομαι) ἀόμματος, τυφλός, ἀόρατος, «ἄοπται ἀντὶ τῶν ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι, Ἀντιφῶν ἀληθείας α΄.» Ἁρποκρ.
Spanish (DGE)
-ον
entrevisto, vislumbradodefinido como ἀντὶ τοῦ ἀόρατα καὶ οὐκ ὀφθέντα, ἀλλὰ δόξαντα ὁρᾶσθαι Antipho Soph.B 4
•no comprendido ἀληθεία Cyr.Al.M.75.909D.