ἁρπάλιμος
From LSJ
πωγωνοτροφία φιλόσοφoν οὐ ποιεῖ → a long beard does not make the philosopher
English (LSJ)
η, ον, A = ἁρπακτός, προσφιλής, Hsch.
Greek (Liddell-Scott)
ἁρπάλιμος: -η, -ον, = «ἁρπακτός, προσφιλής», Ἡσύχ.
Spanish (DGE)
-η, -ον que es fruto del robo Hsch.