ἐγκερτομέω
From LSJ
English (LSJ)
German (Pape)
[Seite 707] beschimpfen, schmähen, τινί, Eur. I. A. 1006.
Greek (Liddell-Scott)
ἐγκερτομέω: ἐμπαίζω, περιγελῶ, ὑβρίζω, τινὶ Εὐρ. Ι. Α. 1006.
French (Bailly abrégé)
-ῶ :
se railler de, τινι.
Étymologie: ἐν, κερτομέω.
Spanish (DGE)
burlarse ψευδῆ λέγων δὲ καὶ μάτην ἐγκερτομῶν, θάνοιμι E.IA 1006.
Greek Monotonic
ἐγκερτομέω: μέλ. -ήσω, εμπαίζω, περιγελώ, βρίζω, τινί, σε Ευρ.
Russian (Dvoretsky)
ἐγκερτομέω: глумиться, издеваться (τινι Eur.).