ἐκλήπτωρ

From LSJ
Revision as of 23:55, 29 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "Ueber" to "Über")

μακάριοι οἱ πτωχοί τῷ πνεύματι ὄτι αὐτῶν ἐστὶν ἡ βασιλεία τῶν οὐρανῶν → blessed are the poor in spirit, for theirs is the kingdom of heaven (Matthew 5:3)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκλήπτωρ Medium diacritics: ἐκλήπτωρ Low diacritics: εκλήπτωρ Capitals: ΕΚΛΗΠΤΩΡ
Transliteration A: eklḗptōr Transliteration B: eklēptōr Transliteration C: ekliptor Beta Code: e)klh/ptwr

English (LSJ)

ορος, ὁ, later ἐκληπτ-λήμπτωρ,    A contractor of works, PFay.58.6 (ii A.D.), etc.    2 tax-collector, Just.Nov.130.3, al.

German (Pape)

[Seite 767] ορος, ὁ, Übernehmer einer bedungenen Arbeit, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκλήπτωρ: -ορος, ὁ, ὁ ἀναλαμβάνων τὴν ἐκτέλεσιν ἔργου, ἐργολάβος, Λατ. conductor, Ἐπιφαν. Π. 165Β. 2) εἰσπράκτωρ φόρων, Ἰουστ. Νεαρ. 123, 6., 130, 3, κτλ.

Spanish (DGE)

-ορος, ὁ

• Grafía: pap. frec. ἐγλημπ-
1 arrendatario, recaudador de impuestos y tasas mediante arriendo, c. gen. ἐ. δρυμῶν PIFAO 3.22.2 (I d.C.), μέλιτος καὶ κηροῦ PLond.1171ue.1.7 (I d.C.), γερδ(ίων) POxy.262.1 (I d.C.) en BL 7.129, ζυγοστασίου μητροπόλεως PSI 459.1 (I d.C.), de paso de animales διπλώματος ὄνων PHamb.9.3, 22, cf. PTeb.507 (ambos II d.C.), Iust.Nou.123.6, 130.3, ἐ. [ο] ὐσίας τοῦ ... Αὐτοκράτορος POxy.2837.1 (I d.C.), cf. CPR 15.15.3 (I a.C.), διέγραψεν ... τοῖς λοι(ποῖς) ἐγλήμπτ(ορσι) PFay.58.6, cf. PMerton 64.3 (ambos II d.C.).
2 fig. usurpador ἀλλοτρίων Epiph.Const.Haer.66.85.6.

Greek Monolingual

ἐκλήπτωρ και ἐκλήμπτωρ, ο (AM)
εργολήπτης, ανάδοχος έργου
μσν.
1. εισπράκτορας φόρων
2. αυτός που παίρνει μισθό για κάποια υπηρεσία.