ἐκτειχισμός

From LSJ
Revision as of 17:35, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

ἑρμηνεία διὰ τῆς ὀνομασίας → expression by means of language

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐκτειχισμός Medium diacritics: ἐκτειχισμός Low diacritics: εκτειχισμός Capitals: ΕΚΤΕΙΧΙΣΜΟΣ
Transliteration A: ekteichismós Transliteration B: ekteichismos Transliteration C: ekteichismos Beta Code: e)kteixismo/s

English (LSJ)

ὁ,    A fortification, Arr.An.6.20.1.

German (Pape)

[Seite 780] ὁ, Befestigung durch Mauern, Arr. An. 6, 20, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐκτειχισμός: ὁ, ἡ διὰ τειχῶν ὀχύρωσις, Ἀρρ. Ἀν. 6. 20, 2.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
fortificación, acción de fortificar τοῦ ναυστάθμου Arr.An.6.20.1.

Greek Monolingual

ἐκτειχισμός, ο (Α)
η πλήρης οχύρωση, ιδιαίτερα με τείχη («πρὸς τὸν ἐκτειχισμὸν τοῡ ναυστάθμου», για την πλήρη οχύρωση του ναυστάθμου
Αρριαν.).