ἐμβίωσις

From LSJ
Revision as of 18:00, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τοῦ δὲ πολέμου οἱ καιροὶ οὐ μενετοί → in war, opportunities won't wait | the chances of war will not wait (Thucydides 1.142.2)

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμβῐωσις Medium diacritics: ἐμβίωσις Low diacritics: εμβίωσις Capitals: ΕΜΒΙΩΣΙΣ
Transliteration A: embíōsis Transliteration B: embiōsis Transliteration C: emviosis Beta Code: e)mbi/wsis

English (LSJ)

εως, ἡ,    A maintenance of life, LXXSi.38.14.    2 way of living, ib.3 Ma.3.23.    II taking root, Plu.2.640d.

German (Pape)

[Seite 805] ἡ, von Pflanzen, das Gedeihen, Fortkommen, Plut. Symp. 2, 6, 2.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμβίωσις: -εως, ἡ, τὸ ζῆν καὶ αὐξάνεσθαι, Πλούτ. 2. 640D.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
action de vivre dans ou sur.
Étymologie: ἐμβιόω.

Spanish (DGE)

-εως, ἡ
1 recursos de vida φονεύων τὸν πλησίον ὁ ἀφαιρούμενος ἐμβίωσιν LXX Si.34.22, cf. 38.14, λεπτὸν ... καὶ ξηρὸν (τὸν φλοιόν) οὐ παρέχειν ... ἐμβίωσιν τοῖς ἐντιθεμένοις Plu.2.640d.
2 estilo de vida μετὰ τῆς δυσκλεεστάτης ἐμβιώσεως LXX 3Ma.3.23.

Greek Monolingual

ἐμβίωσις, η (Α)
1. τρόπος διαβιώσεως
2. (για φυτά) διατήρηση στη ζωή και συνέχιση της αύξησης τους μετά τη μεταφύτευση.

Russian (Dvoretsky)

ἐμβίωσις: εως ἡ (о растениях) жизнедеятельность, жизнь Plut.