ἐμφανιστής

From LSJ
Revision as of 18:05, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Γάμος γὰρ ἀνθρώποισιν εὐκταῖον κακόν → Conubium homini inire votivum est malum → Die Ehe ist den Menschen ein erflehtes Leid

Menander, Monostichoi, 102
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐμφανιστής Medium diacritics: ἐμφανιστής Low diacritics: εμφανιστής Capitals: ΕΜΦΑΝΙΣΤΗΣ
Transliteration A: emphanistḗs Transliteration B: emphanistēs Transliteration C: emfanistis Beta Code: e)mfanisth/s

English (LSJ)

οῦ, ὁ,    A informer, Aristeas 167, PTaur. 1.8 (ii B. C.).

German (Pape)

[Seite 819] ὁ, der Kundmacher, Angeber, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐμφᾰνιστής: -οῦ, ὁ, ὁ ἐμφανίζων, καταγγέλλω, Ἐκκλ.

Spanish (DGE)

-οῦ, ὁ
1 delator τοὺς ἐμφανιστὰς οἴομαι σε λέγειν Aristeas 167.
2 jur. denunciante ἐμφανιστοῦ καὶ κατηγόρου τάξιν ἔχοντα PTor.Choachiti 12.8.12, cf. 32 (II a.C.), BGU 1141.8 (I a.C.).

Greek Monolingual

ο (Α ἐμφανιστής)
νεοελλ.
χημικό παρασκεύασμα με το οποίο γίνεται η εμφάνιση φωτογραφικών πλακών
αρχ.
κατήγορος, αυτός που φανερώνει, αποκαλύπτει, καταγγέλλει κάποιον ή κάτι.