ἐπάγρυπνος

From LSJ
Revision as of 18:58, 12 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

Περὶ τῶν Ἱπποκράτους καὶ Πλάτωνος δογμάτων → On the Doctrines of Hippocrates and Plato

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἐπάγρυπνος Medium diacritics: ἐπάγρυπνος Low diacritics: επάγρυπνος Capitals: ΕΠΑΓΡΥΠΝΟΣ
Transliteration A: epágrypnos Transliteration B: epagrypnos Transliteration C: epagrypnos Beta Code: e)pa/grupnos

English (LSJ)

ον,    A wakeful, sleepless, κηδεμονία Mitteis Chr.77.11 (Sup., iv A. D.), cf. Vett. Val.11.16, Aristaenet.1.27.

German (Pape)

[Seite 893] schlaflos, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

ἐπάγρυπνος: -ον, ὁ μὴ δυνάμενος ν’ ἀποκοιμηθῇ, ἄϋπνος, Ἀρισταίν. 1. 27. - Ἐπίρρ. -νως, Εὐσέβ. ἐν Βίῳ Κωνστ. 4. 29, 66.

Greek Monolingual

ἐπάγρυπνος, -ον (Α)
1. αυτός που δεν μπορεί να κοιμηθεί, άυπνος
2. ακοίμητος, προσεκτικός.
επίρρ...
έπαγρυπνως
άγρυπνα, με επαγρύπνηση.