ἐπιτεταμένως
ὁ γὰρ ἀποθανὼν δεδικαίωται ἀπὸ τῆς ἁμαρτίας → anyone who has died has been set free from sin, the person who has died has been freed from sin, someone who has died has been freed from sin (Romans 6:7)
English (LSJ)
Adv., (ἐπιτείνω) A intensely, ἐ. λευκός Dsc.5.152 ; θερμαίνειν Id.1.77 ; vehemently, λαλεῖν Phld.Ir.p.74 W.; προπίνειν Ath. 2.45d, etc.
German (Pape)
[Seite 991] angespannt, stark, προπίνειν Ath. II, 45 d, a. Sp.
Greek (Liddell-Scott)
ἐπιτεταμένως: Ἐπίρρ., ἐν ἐπιτάσει, σφόδρα, λευκὴ ἐπιτεταμένως, λευκοτάτη, Διοσκ. 5. 171· ὑπερμέτρως, τοῖς προπίνουσιν ἐπιτεταμένως οὐκ οἰκείως διατίθεται ὁ στόμαχος, ἀλλὰ μᾶλλον κακοῦται Ἀθήν. 45D· μετ’ ἐπιτάσεως, ἐπιτεταμέωως, ὁρᾷ Σχόλ. εἰς Ἀριστοφ. Πλοῦτ. 635.
Greek Monolingual
ἐπιτεταμένως (Α)
επίρρ.
1. έντονα, με επίταση, με δύναμη
2. με επιμονή
3. υπέρμετρα, υπερβολικά
4. βίαια, ορμητικά, σφοδρά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < επι-τεταμένος, μτχ. παρακμ. του επιτείνομαι].