ἐϋκρήπις
From LSJ
πόθῳ δὲ τοῦ θανόντος ἠγκιστρωμένη ψυχὴν περισπαίροντι φυσήσει νεκρῷ → pierced by sorrow for the dead shall breathe forth her soul on the quivering body
English (LSJ)
ῑδος, ὁ, ἡ, A well-based, Nonn.D.40.258.
Greek Monolingual
ἐϋκρήπις, -ιδος, ὁ, ἡ (ΑΜ)
αυτός που έχει ωραία κρηπίδα, ισχυρή βάση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ευ (εϋ) + κρηπίς.