ἡμίτμητος
From LSJ
Μιμοῦ τὰ σεμνά, μὴ κακῶν μιμοῦ τρόπους → Graves imitatormores, ne imitator malos → Das Edle nimm zum Vorbild, nicht der Schlechten Art
English (LSJ)
ον, (τέμνω) A gloss on ἡμιδάϊκτος, Sch.Opp.H.2.287.
German (Pape)
[Seite 1170] dasselbe, Schol. Opp. H. 1, 716.
Greek (Liddell-Scott)
ἡμίτμητος: -ον, (τέμνω) = ἡμίτομος, Σχολ. Λυκόφρ. 152, Ὀππ. Ἁλ. 1. 716.
Greek Monolingual
-η, -ο (Α ἡμίτμητος,-ον)
αυτός που έχει κοπεί στα δύο, ο διχοτομημένος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ημι- + τμη-τος (< τέμνω, πρβλ. παθ. αόρ. ε-τμή-θην), πρβλ. ά-τμη-τος, δορί-τμητος].