ἰσχυρόδετος
From LSJ
Πολλοῖς ὁ Δαίμων, οὐ κατ' εὔνοιαν φέρων, / Μεγάλα δίδωσιν εὐτυχήματ' ... (Euripides) → God brings great good fortune to many, not out of good will,...
English (LSJ)
ον, A fastbound, Sch.A.Pr.148.
German (Pape)
[Seite 1273] festgebunden, Schol. Aesch. Prom. 146.
Greek (Liddell-Scott)
ἰσχῡρόδετος: -ον, ἰσχυρῶς δεδεμένος, Σχόλ. εἰς Αἰσχύλ. Πρ. 148.
Greek Monolingual
ἰσχυρόδετος, -ον (Α)
δεμένος ισχυρά, δεμένος γερά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἰσχυρός + -δετος (< δετός < δέω «δένω»), πρβλ. αυτό-δετος, λινό-δετος].