ὀδοντοφυΐα
From LSJ
ἐν τῷ θέρει τὴν χλαῖναν κατατρίβων → wearing out one's cloak in summertime
English (LSJ)
Ion. ὀδοντοφυ-ΐη, ἡ, A teething, Hp.Dent.6, al., Poll.2.96, Jul.Or.7.206d, Herm.in Phdr.p.161 A., Paul.Aeg.1.9.
German (Pape)
[Seite 293] ἡ, das Zahnen u. der damit verbundene Schmerz, Paul. Aeg., Poll. 2, 96.
Greek (Liddell-Scott)
ὀδοντοφυΐα: ἡ, ἡ τῶν ὀδόντων ἔκφυσις καὶ ὁ ἐξ αὐτῆς κνησμὸς καὶ πόνος, Πολύδ. Β΄, 69, Παῦλ. Αἰγ. 1. 9. ΙΙ. συγκεκριμένως, οἱ ὀδόντες, Μανασσ. Χρον. 5149.
Greek Monolingual
η (ΑΜ ὀδοντοφυΐα, Α ιων. τ. ὀδοντοφυΐη) οδοντοφυώ
η έκφυση, το φύτρωμα τών πρώτων δοντιών στις σιαγόνες του νηπίου σε αλλεπάλληλες φάσεις
(μσν.-αρχ.)
1. η οδοντοστοιχία
2. κνησμός και πόνος που προκαλείται κατά τη διαδικασία της έκφυσης τών δοντιών.