ὀρτυγοκοπικός

From LSJ
Revision as of 07:24, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὀρτῠγοκοπικός Medium diacritics: ὀρτυγοκοπικός Low diacritics: ορτυγοκοπικός Capitals: ΟΡΤΥΓΟΚΟΠΙΚΟΣ
Transliteration A: ortygokopikós Transliteration B: ortygokopikos Transliteration C: ortygokopikos Beta Code: o)rtugokopiko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A skilled in the game, ib.108.

German (Pape)

[Seite 387] ή, όν, zum Wachtelschlagen gehörig, ὀνόματα, Poll. a. a. O.

Greek Monolingual

ὀρτυγοκοπικός, -ή, -όν (Α) ορτυγοκόπος
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην ορτυγοκοπία ή αυτός που είναι έμπειρος στην ορτυγοκοπία.