ὁμοιοσχήμων

From LSJ
Revision as of 07:50, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

θάνατος οὐθὲν πρὸς ἡμᾶς, ἐπειδήπερ ὅταν μὲν ἡμεῖς ὦμεν, ὁ θάνατος οὐ πάρεστιν, ὅταν δὲ ὁ θάνατος παρῇ, τόθ' ἡμεῖς οὐκ ἐσμέν. → Death is nothing to us, since when we are, death has not come, and when death has come, we are not.

Epicurus, Letter to Menoeceus
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμοιοσχήμων Medium diacritics: ὁμοιοσχήμων Low diacritics: ομοιοσχήμων Capitals: ΟΜΟΙΟΣΧΗΜΩΝ
Transliteration A: homoioschḗmōn Transliteration B: homoioschēmōn Transliteration C: omoioschimon Beta Code: o(moiosxh/mwn

English (LSJ)

ον, gen. ονος,    A of like form, Democr. (?) ap. Placit.4.19.3, Arist.APr.27b11, Thphr.HP4.2.4, Epicur.Ep.1p.9U., Id.Nat.Herc.1420.3, D.H.Comp.26, Ptol.Tetr. 104, etc. Adv. -νως Arist.EE1217b35. (The form ὁμοιόσχημος, ον, is doubtful : -σχημον neut. sg. in Antyll. ap. Orib.44.23.41, Simp. in Cat.430.25 can be referred to masc. -σχήμων ; acc. masc. (fem.) -σχήμον' (with elision of α) is prob. in Corn.ND17, Phlp.in Mete. 20.29 ; -σχήμων ὄντων in Id.in Ph.662.30 is v.l. for -σχημόνων ὄντων.)

German (Pape)

[Seite 336] ον, von ähnlicher, gleicher Gestalt, Haltung, Stellung, Arist. Anal. pr. 1, 5 u. Folgde.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμοιοσχήμων: -ον, ὁ ὁμοίου σχήματος, ὁ ἔχων ὅμοιον σχῆμα, Ἀριστ. Ἀναλυτ. Πρότ. 1. 5. 11, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 4. 2, 4, κτλ.· - Ἐπίρρ. -μόνως, Ἀριστ. Ἠθικ. Ε. 1. 8, 7. - οὕτως -σχημάτιστος, ον, Φώτ. ἐν Collect. Vat. 1. 227· -σχημος, ον, Cornut. N. D. 17 - Ἴδε Κόντου Γλωσσ. Παρατηρ. σ. 154.

Greek Monolingual

ὁμοιοσχήμων, -ον (Α)
αυτός που έχει το ίδιο σχήμα με κάποιον άλλο, ομοιόσχημος.
επίρρ...
ὁμοιοσχημόνως (ΑΜ)
με την ίδια μορφή, στο ίδιο σχήμα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ομοι(ο)- + -σχήμων (< σχῆμα), πρβλ. μεγαλο-σχήμων].

Russian (Dvoretsky)

ὁμοιοσχήμων: 2, gen. ονος схожий по форме или по виду Arst.