ὑπεκπίπτω

From LSJ
Revision as of 08:19, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

τὴν πρὶν ἐνεσφρήγισσεν Ἔρως θρασὺς εἰκόνα μορφῆς ἡμετέρης θερμῷ βένθεϊ σῆς κραδίης → the image of my beauty that bold Love earlier stamped in the hot depths of your heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑπεκπίπτω Medium diacritics: ὑπεκπίπτω Low diacritics: υπεκπίπτω Capitals: ΥΠΕΚΠΙΠΤΩ
Transliteration A: hypekpíptō Transliteration B: hypekpiptō Transliteration C: ypekpipto Beta Code: u(pekpi/ptw

English (LSJ)

   A miss, τοῦ καιροῦ J.AJ 16.11.5 (dub. l.).    2 prolapse, cj. in Sor.1.12.

Greek Monolingual

Α
1. αποτυγχάνω, αστοχώ, χάνωὑπεκπίπτω τοῡ καιροῡ», Ιώσ.)
2. (για όργανο του σώματος) παθαίνω πρόπτωση, μετατοπίζομαι.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπ(ο)- + ἐκπίπτω «χάνω, πέφτω έξω, παρεκκλίνω, αποτυγχάνω»].