ὑδερικός

From LSJ
Revision as of 08:01, 13 December 2020 by Spiros (talk | contribs) (Text replacement - "<span class="sense"><p>" to "<span class="sense">")

οὗ δ' ἂν Ἔρως μὴ ἐφάψηται, σκοτεινός → he on whom Love has laid no hold is obscure | he whom Love touches not walks in darkness

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὑδερικός Medium diacritics: ὑδερικός Low diacritics: υδερικός Capitals: ΥΔΕΡΙΚΟΣ
Transliteration A: hyderikós Transliteration B: hyderikos Transliteration C: yderikos Beta Code: u(deriko/s

English (LSJ)

ή, όν,    A dropsical, διάθεσις Gal.8.380. Adv. -κῶς Id.15.167:—as Subst., ὁ ὑ. dropsical patient, Ruf. ap. Orib.7.26.129, Orib.9.42.1.

German (Pape)

[Seite 1172] wassersüchtig, ὑδερικὸν ἀῤῥώστημα, Wassersucht, Plut. Ant. 49.

Greek (Liddell-Scott)

ὑδερικός: -ή, -όν, (ὕδερος) ὑδρωπικός, διάθεσις Γαλην.· ― ὡς οὐσιαστ., ὁ ὑδερικός, ὁ πάσχων ἐξ ὕδρωπος, Ροῦφ. σ. 51, Ὀρειβάσ. 271, ἔκδ. Matth.

Greek Monolingual

-ή, -όν, Α ὕδερος
1. υδρωπικός
2. το αρσ. ως ουσ.ὑδερικός
αυτός που πάσχει από ὕδερο.

Russian (Dvoretsky)

ὑδερικός: ὕδερος водяночный (ἀρρώστημα Plut.).